ξύπνος

ξύπνος
η , ό сообразительный, смышлёный, умный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξύπνος" в других словарях:

  • ξυπνός — ή, ό ξύπνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. ξυπνώ (πρβλ. δύστυχος: δυστυχώ)] …   Dictionary of Greek

  • ξύπνος — ο, και ξύπνο, το 1. η κατάσταση τής εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς τον ύπνο 2. (η γεν. ως επίρρ.) ξύπνου σε κατάσταση εγρήγορσης, άγρυπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ, κατά το ύπνος] …   Dictionary of Greek

  • ξύπνιος — α, ο 1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται 2. μτφ. έξυπνος, ευφυής 3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος] …   Dictionary of Greek

  • έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύπνο — ξύπνο, το και ξύπνος, ο κατάσταση αυτού που δεν κοιμάται: Το είδες στον ύπνο ή στον ξύπνο σου; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»